χρηματιστηριακός

χρηματιστηριακός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χρηματιστήριο ή αυτός που γίνεται μέσω τού χρηματιστηρίου
2. φρ. α) «χρηματιστηριακά δικαστήρια» — ειδικά δικαστήρια, αρμόδια για την εκδίκαση τών διαφορών που προκύπτουν κατά τις χρηματιστηριακές συναλλαγές μεταξύ χρηματιστών, μεσιτών και ιδιωτών
β) «χρηματιστηριακά πράγματα»
(παλ. όρος)
τα χρηματιστηριακά προϊόντα
γ) «χρηματιστηριακά προϊόντα»
(οικον.) προϊόντα που αποτελούν αντικείμενο συναλλαγής στο χρηματιστήριο αξιών ή στο χρηματιστήριο εμπορευμάτων
δ) «χρηματιστηριακές αξίες» — αξίες διαπραγματεύσιμες στο χρηματιστήριο
ε) «χρηματιστηριακές συναλλαγές» — οι δικαιοπραξίες που συνάπτονται στο χρηματιστήριο σύμφωνα με τους κανόνες του και οι οποίες έχουν ως αντικείμενο χρηματιστηριακά προϊόντα
στ) «χρηματιστηριακή αγορά»
(οικον.) i) το σύνολο τών συναλλασσόμενων νομικών και φυσικών προσώπων στο χρηματιστήριο
ii) το σύνολο τών αγοραπωλησιών που γίνονται στο χρηματιστήριο
ζ) «ανεπίσημη χρηματιστηριακή αγορά» — αγοραπωλησίες μετοχών και ομολογιών που δεν συνάπτονται στο χρηματιστήριο
η) «χρηματιστηριακό [ή χρηματιστικό] κεφάλαιο» — το σύνολο τών κεφαλαίων που διακινούνται μέσω τού χρηματιστηρίου αξιών.
επίρρ...
χρηματιστηριακώς και χρηματιστηριακά Ν
με χρηματιστηριακό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρηματιστήριο. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χρηματιστηριακός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χρηματιστήριο: Γίνονται χρηματιστηριακές συναλλαγές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κραχ — Χρηματιστηριακός όρος, ο οποίος δηλώνει τη μεγάλη και απότομη πτώση των τιμών του χρηματιστηρίου. Η πτώση αυτή προκαλείται από πανικό, εξαιτίας διαφόρων οικονομικών, δημοσιονομικών ή πολιτικών γεγονότων. Ο όρος κ. χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά… …   Dictionary of Greek

  • ντεπόρ — το άκλ. χρηματιστηριακός όρος που σημαίνει τη διαφορά μεταξύ τής τιμής σε μετρητά και τής τιμής με προθεσμία όταν η δεύτερη είναι μικρότερη από την πρώτη, σε αντιδιαστολή με το ρεπόρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. deport < de + report, χρηματιστηριακός… …   Dictionary of Greek

  • πάρι — το (άκλιτο) 1. άρτιο 2. φρ. «αλ πάρι» α) διεθνής χρηματιστηριακός όρος με τον οποίο δηλώνεται ότι η τρέχουσα τιμή είδους είναι ίση με την τιμή κόστους ή ότι η τρέχουσα τιμή αξίας είναι ίση με την ονομαστική β) τραπεζικός όρος ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • τίτλος — ο, ΝΜΑ, και τίτυλος Μ, και τίτουλας ΜΑ, και τίτλος, ἡ, Α νεοελλ. μσν. λέξη ή σύντομο κείμενο που δηλώνει το περιεχόμενο ενός συγγράμματος, ενός θεατρικού έργου, ενός κεφαλαίου ή παραγράφου, επικεφαλίδα νεοελλ. 1. ονομασία επιχείρησης, ιδρύματος,… …   Dictionary of Greek

  • χρηματιστήριο — Το χ. είναι η επίσημη αγορά, όπου συναντώνται τα πρόσωπα που πωλούν και αγοράζουν ορισμένα αγαθά. Το χ. διαφέρει από τις άλλες αγορές ως προς το ότι τα αγαθά που ανταλλάσσονται σε αυτό δεν υπάρχουν αυτούσια. Για τον λόγο αυτό μπορούν να είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”